Γράφω αυτό το άρθρο προκειμένου να σας μεταφέρω την εμπειρία μου, πριν κλείσω το πρώτο μου ραντεβού με τον θεραπευτή μου ή αλλιώς τον «συνταξιδιώτη» μου, πολλά χρόνια πριν.
Είχα ένα προσωπικό θέμα που με απασχολούσε και προσπαθούσα μόνος μου να δώσω απαντήσεις, δίχως όμως αποτέλεσμα. Στην αρχή νόμιζα ότι είχα βρει μία λύση, αλλά όσο περνούσε ο καιρός ξαναγύριζα και πάλι στις παλιές μου γνώριμες σκέψεις, στις παλιές μου συνήθειες. Μίλησα με φίλους, με γνωστούς και ο καθένας είχε τη δική του προσωπική άποψη. Κάποιοι συμφωνούσαν μαζί μου, άλλοι πάλι όχι, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που μου έλεγαν:
«Τι ψάχνεις τώρα;»,
«Πάμε να πιούμε κανένα ποτό...»,
«Πήγαινε διακοπές»,
«Βρες γυναίκα...»,
«Ξεκίνησε κάποιο χόμπυ»,
«Τι είναι αυτά που μου λες, έτσι είναι η ζωή...»,
«Τι σε έπιασε πάλι...»
και άλλα πολλά.
Ένας γνωστός μου, μου έδωσε μία κάρτα ενός θεραπευτή και μου πρότεινε να τον επισκεφτώ θεωρώντας ότι θα με βοηθήσει να βρω μια λύση στο θέμα που με απασχολούσε. Με προειδοποίησε βέβαια ότι ο θεραπευτής δεν πρόκειται να μου δώσει μία έτοιμη- κονσερβοποιημένη απάντηση στο πρόβλημά μου, αλλά θα με βοηθήσει να ανακαλύψω ποιος είμαι, πως λειτουργώ, περιγράφοντάς μου την όλη διαδικασία σαν ένα ταξίδι που θέλει χρόνο και αφοσίωση. Επίσης, μου τόνισε ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο «δώρο» που θα μπορούσα να προσφέρω στον εαυτό μου.
Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πάρω τηλέφωνο και να κλείσω ραντεβού, αλλά το ανέβαλα για την επόμενη μέρα, γιατί ήθελα περισσότερο χρόνο να το σκεφτώ. Φυσικά την επόμενη ημέρα, ούτε λόγος να πάρω τηλέφωνο για να κλείσω ραντεβού. Περνούσαν από το μυαλό μου σκέψεις του τύπου:
«Τι τα θέλω εγώ αυτά... θα βγω το βράδυ να πιω κανένα ποτό... τι τις θέλω εγώ τις θεραπείες, τι είμαι τρελός να τρέχω σε αυτά...;»
Ο καιρός περνούσε και δεν είχε γίνει καμία αλλαγή. Αποφάσισα να διαβάσω για το τι μου συμβαίνει. Πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο και άρχισα να ψάχνω τα ράφια. Έπαθα πλάκα με το πόσα βιβλία ψυχολογίας υπήρχαν. Υπήρχαν βιβλία ψυχανάλυσης, συμβουλευτικής, ψυχοθεραπείας και πολλά ακόμη. Ύστερα από πολλή ώρα πήρα τελικά κάποια βιβλία, ένα του Freud, του Jung, του Yalom και ένα βιβλίο αυτό-ανάπτυξης και αυτό-βελτίωσης. Από το δύο πρώτα βιβλία δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα και πολλά. Έγραφε κάτι για το Εγώ, το Υπερεγώ, το ασυνείδητο, κάτι για καθήλωση, στοματικό, πρωκτικό στάδιο, μεταβίβαση- αντιμεταβίβαση, προβολή, απώθηση και πολλά άλλα. Έπειτα άρχισα να διαβάζω τα άλλα βιβλία και ταυτίστηκα με τα όσα έγραφαν και άρχισα να κάνω διάγνωση στον εαυτό μου. Διάβασα και στο διαδίκτυο αναλύσεις, θεωρίες, διάβασα για διαταραχές, για συμπτώματα και τα είχα όλα, με αποτέλεσμα να αρχίζω να πανικοβάλλομαι.
Είχαν περάσει σχεδόν έξι μήνες από τότε που ο γνωστός μου, μου είχε δώσει την κάρτα του θεραπευτή και εγώ ακόμη πάσχιζα μόνος μου μήπως και τα καταφέρω. Τελικά, μετά από δέκα μήνες περίπου, εκεί που καθόμουν στον καναπέ μου, έπεσε στην άκρη του ματιού μου η κάρτα εκείνου του θεραπευτή. Την παίρνω στα χέρια μου, την κοιτώ και αναρωτιέμαι:
«Αφού είμαι με παρέες γιατί καμιά φορά νιώθω τόσο μόνος;», «Γιατί είμαι συνέχεια στα πρέπει;», «Λειτουργώ έτσι από μικρός;», «Πότε θα πάρω τη ζωή στα χέρια μου;», «Τι είναι αυτοί οι πόνοι που νιώθω στο σώμα μου;»
, «Κουράστηκα να πολεμώ τον ίδιο μου τον εαυτό»...
Έτσι, χωρίς να το πολύ-σκεφτώ πληκτρολογώ το νούμερο του θεραπευτή που ήταν γραμμένο στην κάρτα. Χτυπάει, χτυπάει και στην άλλη άκρη του ακουστικού ακούω μια ευγενική φωνή. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχα κλείσει το πρώτο μου ραντεβού! Έπειτα κάθομαι στον καναπέ και σκέφτομαι:
«Τι χαζομάρα έκανα... να το πάρω να το ακυρώσω... έχω μπροστά μου δύο ημέρες, θα τον πάρω αύριο. Τι δικαιολογία να βρω; Μάλλον θα του στείλω μήνυμα και μετά θα κλείσω το κινητό μου... Τελικά τι να κάνω;».
Σκεπτικός και αναποφάσιστος τελικά αποφάσισα να πάω και ό,τι γίνει ας γίνει... Το ραντεβού μου είναι στις 7 ακριβώς. Είμαι ήδη έξω από το γραφείο του. Από το άγχος μου έφυγα από το σπίτι 40' νωρίτερα για μια απόσταση 10'. Κοιτάζω συνεχώς το ρολόι μου νευρικά, ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, παρατηρώ τον κόσμο και νιώθω πως τα βλέμματα όλα είναι στραμμένα επάνω μου. Η ώρα είναι 7 ακριβώς. Χτυπάω το κουδούνι και κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Είμαι έξω από την πόρτα, χτυπώ το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει, αυτό ήταν.... Το ταξίδι είχε μόλις αρχίσει και μετά από πολύ καιρό, κατάλαβα επιτέλους τα λόγια του φίλου μου που μιλούσε για ταξίδι και για το μεγαλύτερο δώρο που θα έκανα ποτέ στον εαυτό μου...
Ευχαριστώ θερμά τον Θ. που με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε την άδεια να το δημοσιεύσω.
Θεόφιλος Φούκης.
Copyright © 2012 Φούκης Θεόφιλος Αll rights reserved