Κατ’ αρχήν, ας θεωρήσουμε δεδομένο, πράγμα που συνήθως συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες, ότι το κάθε μέρος της σχέσης έχει επιλέξει ελεύθερα να συνάψει σχέση. Τότε γιατί, θα αναρωτηθεί κανείς, αφού ήταν ελεύθερη επιλογή, φτάνουμε στο σημείο να θέλουμε να χωρίσουμε; Τι μεσολάβησε;
Το σπουδαιότερο και βασικότερο είναι πως τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε τον/τη σύντροφο ή σύζυγό μας, δεν είναι εξολοκλήρου συνειδητά εξαρχής και αυτό που θεωρούσαμε τότε ελεύθερη επιλογή μας, μπορεί μετά από περισυλλογή και περισσότερη αυτογνωσία να καταλάβουμε ότι ίσως ήταν μια πεποίθηση άλλων, π.χ. των γονέων μας, της κοινωνίας, που μας «φορέθηκε» κι εμείς δεν την εξετάσαμε να δούμε αν μας ταιριάζει. Τότε έρχεται η ρήξη με τον παλαιότερο εαυτό μας και αυτό επηρεάζει και τη σχέση μας, καθώς μεταβάλλονται οι απαιτήσεις μας από αυτήν, καθώς και από τον/τη σύντροφο/σύζυγό μας.
Επίσης, όλοι ξέρουμε κι έχουμε βιώσει το γεγονός ότι ο έρωτας δεν κρατάει για πάντα, κι έτσι, το «ωκεάνιο αίσθημα» και το «φλογερό πάθος» που νιώθουμε για τον άλλον στην αρχή, περνάει και, με την τριβή και τον καιρό, αναδύονται κι άλλα συναισθήματα, πολλές φορές μη ευχάριστα, όπως θυμός, αντιπαλότητα, αδιαφορία, αγανάκτηση, κούραση, κορεσμός κ.ά., τα οποία δεν είμαστε ενδεχομένως σε θέση να αποδεχτούμε και να διαχειριστούμε, καθώς μπορεί να αισθανόμαστε ότι προσβάλλεται η αυτό-εικόνα και η αξιοπρέπειά μας και πως όλα αυτά αντιτίθενται στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για μια ευτυχισμένη διαβίωση μαζί με τον άλλον, για έναν «βίο ανθόσπαρτο».
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη ρουτίνα, που αναπόφευκτα κάποια στιγμή αντιμετωπίζουμε, καθώς και τις αυξανόμενες υποχρεώσεις και τις ευθύνες και τους ρόλους μας που πληθαίνουν και συχνά μας βρίσκουν απροετοίμαστους ψυχολογικά να τους αναλάβουμε, συν τα αναπάντεχα γεγονότα της ζωής, που αλλάζουν τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πραγματικότητά μας, καταλαβαίνουμε ότι το μείγμα αρχίζει να γίνεται εκρηκτικό, σα να περπατά κανείς σε ναρκοπέδιο, όπου μοιάζει να είναι θέμα χρόνου να φτάσει κάποιος να πει: «δεν πάει άλλο, θα χωρίσω!»
Αναλύσαμε κάποιους από τους κύριους και πιο συνηθισμένους λόγους που κάποιος μπορεί να σκεφτεί τον χωρισμό. Επειδή όμως οι σχέσεις μας, και ειδικά αυτές που έχουν διάρκεια, αποτελούν για εμάς κεφάλαια ζωής και συναισθηματικής αλλά και πρακτικής επένδυσης, δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε εύκολη η απόφαση να δώσουμε τέλος σε αυτές. Έτσι, ο κάθε χωρισμός έχει κόστος, ψυχικό και υλικό. Επίσης, τον ακολουθεί η διαδικασία του πένθους, καθώς ο εαυτός μας εκλαμβάνει τον αποχωρισμό, στην ουσία του, ως έναν μικρό θάνατο μέσα του, ως απώλεια της κοινής ζωής με τον σύντροφο/σύζυγό του, της κοινής πορείας, των πραγμάτων και συνηθειών που τη δομούσαν, των κοινών αγαθών και αποκτημάτων.
Γι΄αυτό και η ψυχολογία συστήνει κάθε τέτοια επιλογή να γίνεται κατόπιν ώριμης σκέψης και σε συνθήκες ψύχραιμης συναισθηματικής κατάστασης και όχι επιπόλαια και «εν βρασμώ». Χρειάζεται πρώτα να εξετάσει τους λόγους που τον/την οδήγησαν σε αυτήν τη σκέψη, τα συναισθήματά του, καθώς και τα γεγονότα που προκαλούν δυσαρέσκεια κι έλλειψη ικανοποίησης μέσα στη σχέση. Κι εδώ είναι πολύτιμη η στήριξη και καθοδήγηση από τον σύμβουλο ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπευτή ή ψυχολόγο, ο οποίος μπορεί να συμβάλει στην ανάλυση των συναισθημάτων και των δυναμικών μέσα στο ζευγάρι, προκειμένου να γίνει πιο συνειδητή η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα δύο μέρη, ώστε να είναι σε θέση να κάνουν σωστές επιλογές με γνώση κι εσωτερική ευθύνη, είτε προς την κατεύθυνση της επανασύνδεσης, είτε του χωρισμού. Σημασία έχει περισσότερο η εσωτερική κατάσταση κατά τη διαδικασία της επιλογής, παρά η ίδια η επιλογή, καθώς ψυχολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι ένα γεγονός έχει τον αντίκτυπο της ανάλογης στάσης που κρατάμε εμείς απέναντι σε αυτό.
Πριν απευθυνθείτε σε έναν ειδικό στο χώρο της ψυχικής υγείας, ας αναρωτηθείτε οι ίδιοι:
1. Ποιά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματά μου για τη σχέση μου το τελευταίο διάστημα; Πώς αισθάνομαι για τον/τη σύντροφό μου;
2. Ποιά πράγματα μου δημιουργούν δυσάρεστα συναισθήματα μέσα στη σχέση και μου είναι δύσκολο να ανεχτώ;
3. Έχει αλλάξει η συμπεριφορά μου μέσα στη σχέση πρόσφατα; Έχουν αλλάξει οι κοινές μας συνήθειες, και αν ναι, πώς;
4. Νιώθω ότι «προσπαθώ πολύ» στη σχέση μου, νιώθω κούραση, θυμό, έλλειψη ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης;
5. Είναι ικανοποιητική κι ευχάριστη η σεξουαλική μας επικοινωνία κι έκφραση το τελευταίο διάστημα;
6. Μήπως έχω τάσεις φυγής, διάθεση για απομάκρυνση από τον/τη σύντροφό μου, περίεργες και μη συνηθισμένες σωματικές ενοχλήσεις; Μήπως, τελευταία, παρουσιάζω αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (αλκοόλ, τζόγο, εξωσυζυγικές σχέσεις, ατυχήματα, κ.τ.λ.;)
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι ένας συναγερμός που σας προειδοποιεί ότι «κάτι δεν πάει καλά» και ότι ίσως χρειάζεστε κάποια στήριξη σε αυτό που περνάτε, πριν πάρετε την οριστική και αμετάκλητη απόφαση να χωρίσετε.